Το μεγάλο θέατρο ήταν γεμάτο εκείνη την βραδιά.
Παιζόταν μια κωμωδία. Δυο πολύ γνωστοί ηθοποιοί, πρωταγωνιστούσαν με μεγάλη επιτυχία.
Κάποια στιγμή, την ώρα που η σύζυγος θα πέταγε… μια παντόφλα στον άντρα της, τα φώτα έσβησαν στην σκηνή, αλλά και σε όλο το θέατρο.
Παράξενη σιωπή.
Οι θεατές ακίνητοι στα καθίσματά τους, μέσα στο σκοτάδι.
Ξαφνικά, ήλιος πλημμύρισε τον χώρο. Όλοι έκπληκτοι, αντίκρισαν, ένα πανέμορφο πλάσμα ντυμένο μ’ ένα λευκό χιτώνα, να στέκει στο κέντρο της σκηνής κρατώντας μια ασπίδα, ένα ακόντιο και μια μεγαλόπρεπη περικεφαλαία να της στολίζει στο κεφάλι.
Το βλέμμα της έντονο, αλλά γλυκό. Με μια κομψή κίνηση, το πλάσμα έδειξε με το ακόντιο προς τα επάνω.
Όλοι ακολούθησαν την κίνηση του και ένα απίστευτο θέαμα αιωρούνταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Ο Παρθενώνας, ο ναός της Θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη, έστεκε από πάνω τους μεγαλοπρεπής και πανέμορφος ακριβώς όπως τα αρχαία χρόνια.
Μια γλυκιά φωνή ακούστηκε: «Θέλω να ξαναγίνει όπως ήταν τότε!» Το πλάσμα χάθηκε, ο ήλιος έσβησε, τα φώτα ξανάναψαν.
Θεατές και ηθοποιοί ήταν πιασμένοι χέρι- χέρι λες και δίναν έναν όρκο. Το ίδιο γινόταν παντού, στην πόλη που έφερε το όνομα της Θεάς Αθηνάς.