Στην Αφρική, στο, χωριουδάκι στην άκρη της ζούγκλας, νύχτωσε.
Εκεί, από χρόνια ζούσε και ένας γερό –Έλληνας. Τώρα, πήγαινε σπιτάκι του για ύπνο. Ξαφνικά μπλέχτηκε ένα ζωάκι στα πόδια του. Έσκυψε, το σήκωσε.
Ήταν ένα γατάκι. Το πήρε μαζί του. Στο σπίτι, άναψε την λάμπα λαδιού, έβαλε κατσικίσιο γάλα στο ζωάκι, που λαίμαργα το ήπιε.
Απόθεσε το γατάκι στο χαλάκι και έπεσε να κοιμηθεί. Το πρωί, βγήκε με το γατάκι έξω στην βεράντα.
Το σήκωσε ψηλά για να το δει καλύτερα και ….φώναξε:
« Ωωω! Μα δεν είναι γατάκι, λιονταράκι είναι!»
Την επομένη, κάθισε στην βεραντούλα, κρατώντας το λιονταράκι στην αγκαλιά του και διάβαζε εφημερίδα. Όταν άφησε χάμω την εφημερίδα…. έμεινε με ανοικτό το στόμα.
Μπροστά του στεκόταν ένα τεράστιο λιοντάρι με πορφυρή χαίτη και τον κοιτούσε.
Ο γέρος, παράλυσε απ’ τον φόβο του. Το μεγαλόπρεπο ζώο ήρεμο πλησίασε απαλά, έγλειφε τον μικρούλη και κοίταζε τον γέρο με ευγνωμοσύνη. Από τότε, μικροί, μεγάλοι, περνούσαν από κει και βλέπανε τον γέρο να διαβάζει εφημερίδα, το λιονταράκι να τρέχει πάνω-κάτω, και τον μπαμπά-λέοντα ξαπλωμένο ανάσκελα να τεμπελιάζει…