Τα είχε καταφέρει!
Το διαστημόπλοιό του, με την ταχύτητα που ταξίδευε, ξέφυγε από τα όρια του Γαλαξία μας και βρέθηκε σε έναν πλανήτη, άλλου αστερισμού. Μόλις προσεδαφίστηκε, περπάτησε στον άγνωστο εκείνο κόσμο.
Η βαρύτητα έμοιαζε με της Γης.
Όμως, μεγάλη η απογοήτευσή του! Παντού μια μπλε ερημιά.
Κάποια στιγμή, όμως, έτσι όπως στεκόταν, του φάνηκε πως κάτι κινήθηκε πίσω του.
Γύρισε με προσοχή και ξαφνιασμένος ατένισε ένα πράσινο πλάσμα που έμοιαζε με χταπόδι, με τεράστια μάτια.
Το παράξενο ήταν πως εκείνα τα μάτια έβγαζαν κάτι σαν ήχο.
Στην αρχή άκουσε, βήχα ή φτέρνισμα.
Μετά όμως μια φωνή σαν κλάμα μωρού κάτι είπε. Δεν κατάλαβε. Το κλάμα επαναλήφθηκε, ώσπου άκουσε:
«Ματθαίο είσαι;» Έκπληκτος, απάντησε: «Ννναί!»
Κραυγές χαράς βγήκαν από τα μάτια του πλάσματος.
Σε λίγο μαζεύτηκαν κι άλλα που πλέκοντας τα πλοκάμια τους χόρευαν χαρούμενα.
«Μα γιατί τόση χαρά;» ρώτησε εκείνος.
«Γιατί εσύ Ματθαίο, δώσει φως ειρήνης σε αστέρια δικά μας» είπε κι αμέσως άνθισαν παντού λαμπρά αστερόφωτα κι ακούγονταν τριγύρω ρυθμικά οι οφθαλμοκραυγές:
« Ζήητωω Ματθαίοοοοο μας!!»