10 / 01 / 49 π.Χ
Το νερό το ποταμού Ρουβίκωνα έρρεε ήρεμα. Ο Ιούλιος Καίσαρ, στεκόταν στην όχθη μεγαλοπρεπής. Τι να κάνει τώρα: Δύσκολη απόφαση. Από πίσω του, δυο λεγεωνάριοι στέκονταν σιωπηλοί. Ο Καίσαρας δίσταζε. Τότε ο ένας από τους φρουρούς του κάτι μουρμούρισε. – «Ποιος μίλησε;» ρώτησε ο Ιούλιος.
– «Εγώ!» απάντησε ο ένας, με μια αλλιώτική προφορά.
– «Και πως σε λένε;»
– «Οδυσσέα» απάντησε εκείνος.
Έκπληκτος ο Καίσαρας γύρισε ρωτώντας.
– «Οδυσσέα; Της Ιθάκης;»
«Μάλιστα!» είπε ο άλλος ατάραχος.
– «Μα πώς βρέθηκες εδώ μετά από τόοοσα χρόνια;»
– «Δεν ταξιδεύω μόνο στις θάλασσες αλλά και στον χρόνο».
– «Για πες μου Οδυσσέα, τι να κάνω τώρα με τούτο το ποτάμι;»
– «Να το περάσεις Καίσαρα και πάρε τούτο τον κύβο» είπε ο Οδυσσέας.
– «Μα τι να τον κάνω τον κύβο;»
– «Μόλις περάσεις απέναντι, να τον ρίξεις χάμω και να φωνάξεις: Ο Κύυυβος
ερρίφθηηη!»
– «Μα γιατί;» ρώτησε ο Καίσαρας.
– «Γιατί έτσι θα γίνεις κι εσύ διάσημος σαν κι εμένα!»
Και ο Ιούλιος διάβηκε τον Ρουβίκωνα… χάρις στον Οδυσσέα!