Τα πλάσματα στο δάσος πάντα ανησυχούσαν για τα δίποδα όντα που έρχονταν εκεί για να σκοτώνουν συγκατοίκους τους, με ένα πράγμα, που έστελνε φονικές βροντές.
Εκείνο το πρωί, είδαν έναν μικρό δίποδο, που απλώς έμοιαζε να χαίρεται που ήτανε στο δάσος. Κάποια στιγμή ταράχτηκε, γιατί βρέθηκε μπροστά σε ένα πεσμένο ελάφι που ένα του πόδι ήταν μαγκωμένο σε εκείνα παγιδόδοντα που έκρυβαν εκεί οι δίποδοι.
Ο μικρός έτρεξε αμέσως και βάζοντας όλη του την δύναμη προσπάθησε να ανοίξει την παγιδομασέλα. Όλα τα ζώα το παρακολουθούσαν.
Έβαλε όση δύναμη είχε και με ένα κράαακ άνοιξε η μασέλα και …ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους, ένα πανέμορφο σπίτι.
Είχε χιόνια στην στέγη και στον κήπο ένας χιονάνθρωπος χαμογελούσε.
Τότε πλησίασε το λιοντάρι και με βρυχηθμούς που όλοι καταλάβαιναν είπε στον μικρό:
«Το Δάσος λέει, πως επειδή έσωσες έναν δικό μας, σου κάνει δώρο το σπίτι αυτό. Υπάρχει όμως ένας όρος: Πρέπει να προσέχεις το Δάσος και τα πλάσματά του. Θα τα καταφέρεις;»
Ο μικρός κοιτάζοντας τα λιονταρίσια μάτια φώναξε:
«Το υπόσχομαι!»
Και μπήκαν όλοι στο πανέμορφο σπίτι και έγινε μια γιορτή, που τέτοια, το Δάσος ποτέ δεν είχε ξαναζήσει.