Είχε κοπεί το ρεύμα στην περιοχή. Πυκνό σκοτάδι.
Στο εργαστήριο τα δυο κορίτσια προσπαθούσαν να τελειώσουνε την τούρτα. Έκανε ζέστη. Με έναν φακό, η μια πήγε και άνοιξε το παράθυρο.
Με το φως του θα φτιάχνανε την τούρτα; Θα αργούσανε πολύ. Ξαφνικά ένα απαλό ΦΣΣΣΤ ακούστηκε.
Ξαφνιασμένες είδαν εκεί σε έναν πάγκο, δυο τεράστια ολοστρόγγυλα μάτια με γαλάζιες κόρες να φωτίζουν το εργαστήριο. Μια πανέμορφη κουκουβάγια τις κοίταζε με ένταση λες και τους μιλούσε. Εκείνες κατάλαβαν.
Ένας πολύτιμος βοηθός τώρα ήταν εκεί. Πετώντας αθόρυβα στο εργαστήρι, τους έφερνε ότι χρειάζονταν για να φτιάξουνε την τούρτα.
Ξαφνικά ήρθε το φως. Οι δυο τους κοίταξαν την τελειωμένη τούρτα. Τότε όμως ένιωσαν και πάλι το βλέμμα της κουκουβάγιας να τους λέει κάτι. Εκείνες κατάλαβαν και η κουκουβάγια έφυγε.
Σε λίγο μια ολόγλυκια γεμάτη νοστιμιά κι αρώματα κουκουβάγια που φτιάξανε με τα χεράκια τους, στόλιζε την κορφή της τούρτας.
«Υπέροχηηη!» είπανε χαρούμενες ταυτόχρονα.