– «Μα τι κάνεις; Γιατί σκεπάζεις το μάτι σου με το μαύρο αυτό πανάκι;» ρώτησε η μαμά του.
– «Για μια παράσταση του σχολείο μαμά», είπε ο Φίλιππος χαμογελώντας πονηρά.
Το απόγευμα πήγε στην αποθήκη εκεί κοντά στην παραλία, όπου εδώ και μερικές μέρες είχε μετατρέψει την βάρκα του μπαμπά του σε πειρατικό καράβι.
Την έσυρε στην θάλασσα πήρε, ένα κουτί με κάτι ψεύτικα χρυσά νομίσματα που βρήκε σε ένα παιχνίδι, ένα φτυάρι και ανοίχτηκε στην θάλασσα.
Λίγο πιο πέρα, υπήρχε ένα μικρό βραχονήσι. Πήγε προς τα προς εκεί.
Μόλις έφτασε, αποβιβάστηκε. Πήρε το κουτί με τα χρυσά νομίσματα και το φτυάρι. Βλέποντας με το ένα μάτι καλυμμένο, προχωρούσε κάπως δύσκολα.
Πολύ γρήγορα ευτυχώς βρήκε μια σπηλιά. Μπήκε μέσα και έσκαψε μια λακκούβα με το φτυάρι.
Πήρε το κουτί με τα νομίσματα το έκρυψε μέσα και το σκέπασε με χώμα. Το απόγευμα που ξύπνησαν οι γονείς του, ο μπαμπάς του τον βρήκε εκεί στην ακρογιαλιά, να κοιτάζει πέρα στην θάλασσα.
–«Τι κοιτάς Φίλιππε;» ρώτησε
– «Το νησί του θησαυρού μπαμπά!»
– «Διάβασες το βιβλίο ε;»
– «Ποιο βιβλίο; Αφού δεν γράφτηκε … ακόμα!» είπε ο Φίλιππος.