Ο Δεκατριάκτινος Ήλιος ανέτειλε! Χρόνια είχαν να τον δούνε οι νεράιδες στην κοιλάδα.
Οι ρίζες του πανάρχαιου δέντρου τύλιγαν το πέτρινο σπίτι με το φωτεινό παράθυρο, δίνοντας πληροφορίες για το πού υπήρχε ανάγκη νεραιδο-βοήθειας.
Εκείνον τον χειμώνα, η παγωνιά είχε κλείσει τους ανθρώπους στα κρύα τους τα σπίτια. Τα τζάκια ήταν σβηστά, δεν υπήρχαν ξύλα.
Μια καλοκαιρινή φωτιά είχε εξαφανίσει το δάσος.
Οι ρίζες του δέντρου μίλησαν στο πέτρινο σπίτι κι αμέσως, σαν αστραπή εμφανίστηκε στην κορφή του μια πανέμορφη νεράιδα με μάτια καταπράσινα και αποφασιστικά.
Ξαφνικά, τινάχτηκε στον αέρα με φοβερή ορμή. Πετώντας πάνω απ’ το χωριό, βρήκε τον τρόπο να το ζεστάνει. Το σαν αηδονιού ψιθύρισμά της, ακούστηκε από όσους έπρεπε και αμέσως δόθηκε το σύνθημα:
Ποιητές, μουσικοί, τραγουδιστές οργανοπαίχτες, τυμπανιστές, πέταξαν κουβέρτες, νύστες και χασμουρητά, κούρδισαν φωνές, όργανα και στίχους, βγήκανε στους δρόμους παίζοντας μουσικές, τραγούδια, και ρυθμούς, γεμάτους κέφι και ζεστασιά.
Οι χωριανοί στις πλατείες και τα στενά, χορεύανε και τραγουδούσαν με γέλια, αγάπη και χαρά. Ήταν ο πιο όμορφος χειμώνας που πέρασε το χωριό, εδώ και χρόνια.
Η Νεράιδα χαμογέλασε και γέμισε ο τόπος φως που θέρμανε γλυκά καρδιές και γέννησε ελπίδες.