Οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ εκείνη περιοχή, όποτε περνούσαν μπροστά από το παμπάλαιο κάστρο που βρισκόταν εκεί από αιώνες, ούτε καν το πλησίαζαν. Οι πιο γέροι συμβούλευαν τους νεώτερους να μην το προσεγγίζουν, γιατί μέσα ζούσαν κακόβουλα στοιχειά.
Μια χειμωνιάτικη μέρα, όμως, όσοι περνούσαν απ’ έξω, έστεκαν έκπληκτοι. Πράσινες περικοκλάδες ανθισμένες σκαρφάλωναν στο κάστρο. Δυο πανέμορφες κατάλευκες καρδιές στόλιζαν τους πύργους, σημαίες ν’ ανεμίζουν κι ένα πανό που έγραφε ΣΟΦΙΑ από πάνω.
Ξάφνου ένα τράνταγμα ακούστηκε και οι ξύλινες πύλες άρχισαν τρίζοντας ν’ ανοίγουν. Μια ζεστασιά βγήκε από μέσα.
Σιγά, σιγά οι άνθρωποι της περιοχής άρχισαν να μπαίνουν και ξαφνιασμένοι βρέθηκαν ανάμεσα σε πανάρχαιους παπύρους, χαραγμένες πήλινες πλάκες και βιβλία που χάριζαν γνώσεις που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στον κόσμο.
Από τότε όσοι έμπαιναν εκεί μέσα, έβγαιναν ξανανιωμένοι, με όμορφα χαμόγελα και με γεμάτη από ΣΟΦΙΑ την ψυχή. Αυτό ήταν το δώρο του Κάστρου γιατί αιώνες τώρα δεν το πείραξαν για να χτίσουν κάτι άλλο στην θέση του, κι ας ήταν από φόβο!