Η Πίκλ το λαγουδάκι και ο Μέρλ ο σκίουρος, ξύπνησαν εκείνο το πρωί όπως πάντα. Η Πίκλ έτρεχε πάνω – κάτω, έκανε κούνια σε κείνο το λάστιχο αυτοκινήτου, φωνάζοντας και δεν άφηνε τον κακομοίρη τον Μέρλ να φάει το αυγουλάκι του.
Από πάνω τους, ο Γκάλ ο γλάρος έκανε ασκήσεις ισορροπίας πάνω στο τσεκούρι εκεί στον κορμό του δέντρου.
Ο Μέρλ, φοβότανε μην του χαλάσει ο γλάρος την φυτεία των ηρεμιστικών μανιταριών, που του είχε συστήσει να παίρνει η χελωνογιατρίνα.
Δεν γινόταν πια! Τον τρέλαιναν! Τα νεύρα του!
Μπήκε στο δεντροκαλυβάκι και έφτιαξε μια λαχταριστή μανιταρόσουπα μπας και την πιούν και ησυχάσουν πια.
Φώναξε: «Παιδιάα! Σουπίτσααα!»
Η Πίκλ και ο Γκάλ κατέβηκαν και ρούφηξαν την σούπα.
Σε λίγο τους πήρε ο ύπνος. Ο Μέρλ χάρηκε τώρα με την ησυχία γύρω του. Αργότερα όμως ένιωσε μοναξιά. Μετά ανησυχία. Τώρα φόβο. Τι θα έκανε μοναχός του πια; Μάλλον την πάτησε. Χώθηκε κάτω απ το κρεβατάκι του και περίμενε.
Μόλις ξανάκουσε τις φωνές της Πίκλ και τις κραυγές του Γκάλ ήταν τέτοια η χαρά του, που πήγε, τους αγκάλιασε γελώντας και ξεχνώντας για πάντα την φυτεία των μανιταριών τραγούδαγε:
«Καλύτερα φίλοι και φασαρίααα, παρά μανιτάρια, ηρεμιστικά και ησυχίααα».