Ο συνθέτης, μάζεψε τις παρτιτούρες και τις έβαλε στο ντοσιέ.
Ήταν κουρασμένος, αλλά ικανοποιημένος. Κόντευε να ξημερώσει.
Έπρεπε να κοιμηθεί λιγάκι. Ξάπλωσε και τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Κάτι όμως τον γαργαλούσε στο αυτί. Του φάνηκε πως από παντού ερχόταν μουσική.
Ανάβει το φως και ξαφνιασμένος βλέπει να πετούν τριγύρω του νότες, εκατοντάδες νότες. «Μα τι στο καλ…..» πήγε να πει, αλλά βγήκε μελωδία.
Σηκώθηκε και πήγε στο πιάνο. Έμεινε έκπληκτος, καθώς εκεί πάνω, μια πανέμορφη νύφη πλασμένη από νότες, δεχόταν πρόταση γάμου από έναν γαμπρό με πεντάγραμμα ντυμένος.
Πήρε τις παρτιτούρες όπου είχε γράψει την νέα του σύνθεση. Τίποτα! Ήταν κενές. Χάθηκαν οι νότες. Όμως τώρα χόρευαν μελωδικά τριγύρω του.
Άνοιξε το παράθυρο. Έξω παντού πετούσαν νότες πλημμυρίζοντας με μουσική την φύση.
Εκείνη η μέρα έμεινε στην ιστορία σαν «Η ημέρα που απέδρασαν οι Νότες».