
Τι να ‘ναι άραγε
τούτο το πέπλο τ’ απαλό,
που του ήλιου το φως δεν κρύβει;
Το μοναδικό τούτο άρωμα, που το αεράκι φέρνει
και σαν δώρο απλώνεται στης φύσης την ψυχή,
ποιος το σκορπάει απλόχερα τριγύρω;
Των λουλουδιών τα πέταλα, που ανοίγουν όλο χάρη
ποιάν αντικρίζουν να έρχεται
χορεύοντας στους γήινους ρυθμούς
και με το βλέμμα της καλεί
όλους στη γιορτή;
Μήπως είναι αυτό που τα παλιά τα χρόνια,
Ἔαρ το καλούσαν, κι εμείς τώρα με χαμόγελα·
Άνοιξη την λέμε;